- ομηρία
- ηη κατάσταση του ομήρου, η αιχμαλωσία: Έκανα χρόνια στην ομηρία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Όμηρος — Πρόσωπο που κρατείται ως εγγύηση για την τήρηση ορισμένης συμπεριφοράς από μέρους του κράτους στο οποίο ανήκει ή των πολιτών του. Η πρακτική της ομηρίας προς εξασφάλιση του σεβασμού των συνθηκών συναντάται στην αρχαιότητα, στα κράτη της Πρόσω… … Dictionary of Greek
αεροπειρατεία — Η βίαιη κατάληψη ενός αεροσκάφους στη διάρκεια της πτήσης του και η ομηρία των επιβατών και του πληρώματός του, με σκοπό συνήθως τη διαπραγμάτευση αιτημάτων (ατομικών ή ευρύτερων) με κρατικές αρχές. Η εγκληματική αυτή πρακτική, που καταδικάζεται… … Dictionary of Greek
θεοδώρητος — I (4ος αι.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, από την Αντιόχεια. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό επί Ιουλιανού (360 363). Η μνήμη του τιμάται στις 3 Μαρτίου. II (Στεμνίτσα, Γορτυνία 1787 – Αθήνα 1843). Επίσκοπος Βρεσθένης, αγωνιστής του 1821. Μετά… … Dictionary of Greek
ομηρεία — και ομηρία, η (Α ὁμηρεία και ιων. τ. ὁμηρείη και ὁμηρέα) [ομηρεύω (Ι)] η κατάσταση τού ομήρου, το να είναι κανείς όμηρος αρχ. 1. παροχή ομήρων ως εγγύηση 2. εγγύηση, ασφάλεια … Dictionary of Greek
όμηρος — Πρόσωπο που κρατείται ως εγγύηση για την τήρηση ορισμένης συμπεριφοράς από μέρους του κράτους στο οποίο ανήκει ή των πολιτών του. Η πρακτική της ομηρίας προς εξασφάλιση του σεβασμού των συνθηκών συναντάται στην αρχαιότητα, στα κράτη της Πρόσω… … Dictionary of Greek
Βενέζης, Ηλίας — (Κυδωνίες/Αϊβαλί, Μικρά Ασία 1904 – Αθήνα 1973). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του πεζογράφου Ηλία Μέλλου. Η οικογένειά του γνώρισε το δράμα του διωγμού από τα χρόνια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Ο πατέρας του και μια αδελφή του έπεσαν όμηροι των Τούρκων·… … Dictionary of Greek
Θεοδώριχος — I (Thierry). Όνομα βασιλιάδων των Φράγκων. 1. Θ. Α’ ή Παλαιός (486 – 534). Βασιλιάς της Ρενς (511 534). Ήταν νόθος γιος του Κλόβη (Χλοδοβίκου). Αγωνίστηκε στο πλευρό του πατέρα του, υποτάσσοντας το Αλμπιζουά, τη Poνέργκ και την Οβέρν. Ήταν… … Dictionary of Greek